τἀργύριον

τἀργύριον
ἀργύριον , ἀργύριον
small coin
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταργύριον — Α (στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τὸ ἀργύριον …   Dictionary of Greek

  • ετερόπλους — ἑτερόπλους, ουν και ἑτερόπλοος, ον (Α) 1. τα χρήματα που δανείζεται κάποιος μόνο για ένα ταξίδι όταν αποπλέει από ένα λιμάνι για να μεταβεί σε άλλο και τα οποία επιστρέφει στον τόπο τού κατάπλου («ἑτερόπλουν τἀργύριον εἰς Ἀθήνας», Δημοσθ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

  • καθέψω — (Α) 1. βράζω κάτι καλά 2. παθ. καθέψομαι (για φυτά) ξεραίνομαι από τον ήλιο 3. (για πρόσ.) υφίσταμαι έντονη την επίδραση τής ηλιακής θερμότητας 4. καταπραΰνω, ησυχάζω κάτι 5. κωμ. χωνεύω («ταχύ γοῡν καθέψας τἀργύριον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”